- χοιροδέλφαξ
- χοιρο-δέλφαξ, ᾰκος, ὁ, ἡ,A very young pig, PCair.Zen.274 (iii B. C.), Sammelb.7469.5 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιρόδελφαξ — έλφακος, ὁ, Α πολύ νεαρός στην ηλικία χοίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + δέλφαξ «χοίρος»] … Dictionary of Greek